Ἀργεῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος … Dictionary of Greek
Ἀργεῖον — Ἀργεῖος of masc acc sg Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖα — Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖαι — Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεῖοι — Ἀργεῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… … Dictionary of Greek
Ἀργεῖ' — Ἀργεῖα , Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl Ἀργεῖε , Ἀργεῖος of masc voc sg Ἀργεῖαι , Ἀργεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργεία — Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc/acc dual Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργείας — Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem acc pl Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)